- να εμπεδωθεί
- да cе конcолидира
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ανεμπέδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει εμπεδωθεί, δεν έχει σταθεροποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εμπεδώ( ώνω) Η λ. μαρτυρείται στον ιστορικό της φιλοσοφίας Μαργαρίτη Ευαγγελίδη (1850 1932)] … Dictionary of Greek